Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δεν κάθεται

  • 1 сидеться

    сидеть||ся
    безл:
    ему́ (им и т. д.) не сидится до́ма δέν μπορεί (δέν μποροῦν κ.τ.λ.) νά κάτσει στιγμή στό σπίτι· ему́ (нм и т. д.) не сидится на месте δέν κάθεται (δέν κάθονται κ.τ.λ.) στιγμή ήσυχος.

    Русско-новогреческий словарь > сидеться

  • 2 непоседа

    непосед||а м, ж разг ἄνθρωπος πού δέν κάθεται ποτέ στή θέση του, ἄνθρωπος ἀνήσυχος.

    Русско-новогреческий словарь > непоседа

  • 3 попрыгунья

    попрыг||у́нья
    ж αὐτή πού δέν κάθεται ήσυχη.

    Русско-новогреческий словарь > попрыгунья

  • 4 усидеть

    усидеть
    сов μένω (или κρατιέμαι) στή θέση μου:
    он не может \усидеть до́ма δέν κάθεται καθόλου στό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > усидеть

  • 5 wriggler

    noun αυτός που χώνεται παντού / που δεν κάθεται ήσυχος

    English-Greek dictionary > wriggler

  • 6 непоседа

    [νιπασιέντα] ουσ. α. άνθρωπος που δεν κάθεται ποτέ στη θέση του, άνθρωπος ανήσυχος

    Русско-греческий новый словарь > непоседа

  • 7 непоседа

    [νιπασιέντα] ουσ α άνθρωπος που δεν κάθεται ποτέ στη θέση του, άνθρωπος ανήσυχος

    Русско-эллинский словарь > непоседа

  • 8 неусидчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о
    αεικίνητος, που δεν κάθεται σ ένα μέρος. || μη επιμελής.

    Большой русско-греческий словарь > неусидчивый

  • 9 от

    I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων
    * * *
    1) в разн. знач. από; εξαιτίας

    я получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου

    э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα

    кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας

    я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα

    2) (при обознач. средства против чего-л.) για

    да́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο

    ••

    от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά

    от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή

    Русско-греческий словарь > от

  • 10 гореть

    гор||еть
    несов
    1. καίω, καίγομαι:
    лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·
    2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·
    3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:
    голова \горетьит τό μέτωπο καίει·
    4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:
    глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·
    5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:
    \гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία.

    Русско-новогреческий словарь > гореть

  • 11 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

См. также в других словарях:

  • ακατακάθιστος — η, ο [κατακαθίζω] 1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει «ακατακάθιστος καφές» 2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος «ακατακάθιστο παιδί» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί «ακατακάθιστη …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόκωλος — η, ο αυτός που δεν στεριώνει σε μια θέση, που δεν κάθεται για πολύ στο ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κώλος] …   Dictionary of Greek

  • ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»